Η Υπαρξιακή θέση στη Μυσταγωγική δύναμη του Ωραίου


    Ψάχνοντας κανείς τους δεσμούς και τις συγγένειες της ανθρώπινης υπόστασης με τον κόσμο που την περιβάλλει, υποχρεωτικά καταλήγει στην έρευνα του ωραίου, του ωραίου σαν υπόσταση, σαν αίσθηση, σαν βαθύτερη συνδετική ουσία της δημιουργίας, σαν θέση και δύναμη, που κλείνει τον δεσμό και την αλληλεξάρτηση της ύπαρξης και την κατευθύνει στην τελείωση μέσω της αρμονίας της, αλλά και με την υποσυνείδητη και ακούσια έλξη και περισυλλογή του κόσμου γύρω από μια κατεύθυνση που περιέχει και την ουσία της κοσμογονίας. Γι’αυτό και η μελέτη του δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτω από ένα μόνο πρίσμα, γι’αυτό και δεν μπορεί να μελετηθεί μόνο με τα δεδομένα και τις προθέσεις της αισθητικής, αλλά αποκλειστικά με τη μέθοδο και το κριτήριο της γενικότερης φιλοσοφικής έρευνας, αυτής που κλείνει τόσο την αρχέγονη φιλοσοφία, με τη μελέτη του προβλήματος της ύπαρξης, όσο και της ηθικής και της αισθητικής. Γιατί το ωραίο μάς αποκαλύπτει, μας παιδεύει και μας καθαίρει, μας χαρίζει τη χαρά της αισθητικής απόλαυσης, δηλαδή, μ’έναν λόγο, μας μυσταγωγεί.
    Αυτή όμως η μυσταγωγία του ωραίου δεν περικλείεται στατικά, μα εκλύεται σε μια ολοκληρωτική καταδυνάστευσή μας απ’τη δύναμη του, κάτω απ’τη γέννηση μιας έντονης παρουσίας μας που φανερώνεται στην επαφή του, σε μια υπαρξιακή θέση.  Και είναι τόσο πιο έντονη η καταδυνάστευση και η μυσταγωγία του, όσο πιο πολύ υπαρξιακά είμαστε ικανοί να ζήσουμε την επαφή του.
    Να γιατί μια κύρια θέση του ωραίου περικλείεται στη συσχέτιση της υπαρξιακής του υπόστασης με τη μυσταγωγική του δύναμη.
    Μελετώντας τη φύση του ωραίου, δεν βρίσκουμε σ’αυτό μόνο το αίτιο πρόκλησης μιας αισθητικής απόλαυσης, άλλοτε άλλης, με διαφορετική ένταση και προκλητικό αίτιο από άτομο σε άτομο και από κοινωνικό σύνολο σε άλλο, σ’ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου. Ίσως αυτό να είναι το πρώτο στοιχείο που αποδεικνύει την καθολικότητα του δεσμού του με τον άνθρωπο, αφού, σαν κλασσικότερη απόδειξη, το βρίσκουμε να υπάρχει, να διέπει, να συγκινεί και να δημιουργεί από την πρώτη εμφάνιση της ζωής μέχρι σήμερα, και από την ατομική ή νομαδική μορφή των κοινωνιών, μέχρι τη σημερινή ολοκληρωμένη και μεθοδοποιημένη. Μέσα του βρίσκουμε να κλείνει ιδιαίτερα μια αισθησιακή σύνδεση του κόσμου, να ρυθμίζει την έλξη με τον έρωτα και να χαρίζει τον γόνο της διαιώνισης της δημιουργίας. Και ίσως αυτή να είναι η βαθύτερή του υπόσταση κι εκείνη η οποία κατέχει για κτήμα της κάθε συγκινησιακή αιτιότητα του ανθρώπινου Είναι. Και είναι εκείνη η ουσία του που του δίνει το δικαίωμα ν’αντιμάχεται στις φθοροποιές και αντίθετες δυνάμεις της ύπαρξης, με τις μηδενιστικές τους τάσεις ενάντια σε κάθε ζωή.
    Έτσι, προβάλλοντας και εξυπηρετώντας τη βούληση της ζωής, καλλιεργώντας τη χαρά της ομορφιάς του ορατού κόσμου, προσφέροντας την πνοή σε κάθε τέχνη και κάθε δημιουργικότητα, ρυθμίζοντας και καλλιεργώντας την έλξη των φύλων και χαρίζοντας την ένωση με το αρχέγονο Εγώ και το κυρίαρχο πνεύμα το διασκορπισμένο στην ουσία της φύσης, αντιστρατευόμενο τη φθοροποιά  αναγκαιότητα της γέννησής μας, αποτελεί το κύριο αντίβαρο στο ισοζύγιο ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, κρατώντας την ισορροπία της δημιουργίας.
    Να γιατί το ωραίο είναι κάθε ευχάριστο αίσθημα που μας δημιουργείται, από οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα και με οποιαδήποτε αίσθηση προσλαμβανόμενο, και που δημιουργεί την ανάγκη της εμμονής στην απόλαυσή του ή της επαναληπτικής πρόκλησής του.
    Κάτω, όμως, απ’αυτή την αναγκαιότητα που κλείνει το ωραίο στον ρυθμό της ζωής, κάτω απ’αυτή την εμμονή στην απόλαυσή του που δημιουργεί και την υποχρεωτικότητα να στεκόμαστε στην επανάληψή του, ξεχνώντας τον ρυθμό της καθημερινότητας, πολλές φορές και τις υλικές ανάγκες της ζωής και ν’αφαιρούμαστε  στη μέθη του αγνοώντας καθετί παρωχημένο, βρίσκεται συνδεδεμένη μια υπαρξιακή ουσία, ένα βαθιά υπαρξιακό Είναι.
    Άθελά μας σταματάμε μπροστά στο ωραίο και αφομοιωνόμαστε στην απόλαυσή του. Αυτή μας η αφομοίωση, είτε απ’τη θέση του δέκτη, είτε απ’τη θέση του δημιουργού, έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης βιωματικής αίσθησης, ποικίλης στην κλίμακα της έντασης, ωστόσο, οπωσδήποτε εντονότερης ζωής απ’την τρέχουσα καθημερινότητα. Αυτή λοιπόν η συγκίνηση που μας δημιουργεί το ωραίο και μας αναγκάζει σ’εντονότερη ζωή, μας φτάνει σε μια αφύπνιση του παρόντος ή σε μια ιδιαίτερη μέθη για ένα ορισμένο αισθησιακό βίωμα που περιέχει, ανάλογα με την ποιότητά του, την υπαρξιακή μας συμμετοχή στη στάθμευσή του, με την αφαίρεση κάθε άλλου ρυθμού και κατεύθυνσης πορείας. Γιατί, η πραγματική υπαρξιακή συνείδηση βρίσκεται ακριβώς πίσω από μια ένταση παρόντος, συνοδευόμενη από εξωσυνειρμικές αναστολές. Δίχως μέθη και δίχως αναστολή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υπαρξιακό βίωμα· αλλά μια τέτοια μέθη που να μην αποστερεί το άτομο απ’την ικανότητα άμεσης απάντησης σ’ένα ετερόκλητο ερέθισμα του έξω κόσμου.
    Στην υπαρξιακή αυτή κατάσταση, όπου απελευθερώνεται το ορμέμφυτο και η βούληση βρίσκει το πρώτο της περιεχόμενο και εξαγνίζει την πραγματική της αγάπη, την αγάπη της ζωής, μένει συνειδητή η φωνή του Εγώ και η παρουσία του ανοίγει μια διάπλατη αγκαλιά με ικανότητα να χωρέσει απύθμενα κάθε αγαθή βούληση και να υψώσει αντένες επικοινωνίας με ό,τι πιο υψηλό και μεγάλο. Και αυτή η αδιάφορη υπαρξιακή συνείδηση βρίσκεται μόνο στο βίωμα του ωραίου, του ωραίου σαν τέχνη, σαν θέση ζωής, σαν σκοπός και σαν δημιουργία. (Κάποιο τέτοιο υπαρξιακό νόημα θα εννοούσε και ο Γκυγιώμ ντε Μασώ τονίζοντας πως στο ωραίο βρίσκεται “η ολοκληρωμένη συνείδηση της ζωής”) Γιατί, ζει κανείς μόνο υπάρχοντας και υπάρχει μόνο στα συγκεκριμένα όρια μιας χρονικής στιγμής. Και είναι ακριβώς αυτή η χαραγμένη μνήμη, που αφήνει αυτή η μια και καθορισμένη χρονική ζωή, εκείνη που δημιουργεί στην ηδονιστική της ενθύμηση την επιθυμία της ανάκλησης. Ηδονιστική όμως με τη γενικότητα της ηδονής, αυτής που ανέλκεται απ’την ύλη μέχρι ό,τι πιο ωραίο κέρδισε και δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και αυτής που καθέλκεται απ’τη νόηση και την ψυχή ώς το σώμα, γιατί το ωραίο είναι τρισδιάστατο και αποτελείται απ’την ομορφιά της αρετής, απ’την ομορφιά της τέχνης και απ’την ομορφιά του ερωτισμού. Και αφού αυτές οι τρεις θέσεις κλείνουν την ύπαρξη, την εξέλιξη και τους νόμους της ζωής, στο ωραίο βρίσκεται η ίδια η έννοια της ύπαρξης. Γι’αυτό κι έχει την ικανότητα το ωραίο να κατέχει στην επαφή του, όχι μόνο την πιο εξαγνισμένη υπαρξιακή συγκίνηση, αλλά και την επιθυμία της επανάληψής της.
    Πιο πέρα, όμως, απ’αυτή την υπαρξιακή ανάκληση που κλείνει το ωραίο, μακρύτερα απ’το  ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί και απ’τη δύναμή του να χρησιμοποιεί την ελαστικότητα του χρόνου, αυξομειώνοντας ή αφαιρώντας τον απ’την έννοια του χώρου και δημιουργώντας έναν ανεξάρτητο κύκλο παρόντος, βρίσκει κανείς πως, μες στα κύρια πάντοτε στοιχεία του, υπάρχει ένα βαθύ μυστικιστικό πνεύμα που, με τη μυστηριακή του απολύτρωση, ασκεί μια ιδιαίτερη μυσταγωγία στην καθόλου ύπαρξη.
    Το ωραίο μπορεί να εκφράζεται από σύμβολα, μπορεί ν’απαρτίζεται από άψυχη ύλη ή να είναι ένα έμψυχο πλάσμα, μπορεί να έχει κίνηση ή να είναι στατικό, σαν τη ζωγραφική, να είναι λόγος ή ήχος· ό,τι όμως κι αν εκπροσωπεί απ’αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες εκφραστικές μορφές του, πάντοτε δημιουργεί μια υποσυνείδητη επαφή με το Εγώ ή καλύτερα μ’αυτή που αναφέραμε υπαρξιακή έκλυση του Εγώ, προκαλεί μια απελευθέρωση του υποεγώ, σε μια ιδιαίτερη ένωση με το αντικείμενο που υπήρξε το απελευθερωτικό αίτιο, λες και δυο αδελφές υπάρξεις, κλεισμένες σε δυο διαφορετικά είδη, βρίσκουν τη γέφυρα της σύνδεσής τους.
    Δεν έχει καμιά σημασία, αν το ωραίο, με τους εκφραστικούς του τρόπους, υποβάλλει ένα αόριστο συναίσθημα ή μια συγκεκριμένη αισθαντική κατάσταση· όπως δεν έχει το ίδιο καμιά σημασία, αν η ανατομική ανάλυση των στοιχείων του αποδεικνύει την ύπαρξη αρμονίας ή δυσαρμονίας, συμμετρίας ή ασυμμετρίας, αν κλείνει διάρκεια ή αοριστία, πρακτική ωφελιμότητα ή όχι. Πέρα απ’όλ’αυτά, υπάρχει μια αόριστη υποβολή, μια συναισθηματική χασμωδία θα λέγαμε, που κρύβει την πραγματική του ουσία, όπως ακριβώς πέρα απ’το νυστέρι της ανατομικής εξακρίβωσης του ανθρώπινου Είναι, υπάρχει η πνευματική του παρουσία που δεν δέχτηκε καμιά ανατομική διαπίστωση, αλλά κρατά μια υπερυλική θέση, έστω και αν ποτέ διακριβωθεί ότι, αποτελεί μια έκφραση ηλεκτρομαγνητικής ή άλλης μορφής ενέργειας, βάσει μιας ορισμένης γειτονίας, διάσπασης ή αλληλεξάρτησης ύλης. Έτσι, με ακρίβεια, αυτή η ιδιότητα της αόριστης υποβολής σε μια το ίδιο αόριστη αισθαντική κατάσταση, περικλείει τη μυστηριακή αποκάλυψη του ωραίου. Μια αποκάλυψη με περισσότερο βιωματική τοποθέτηση, που ωστόσο αγγίζει υψηλότερα συναισθήματα και τα παρακινεί σε αρμονική λειτουργία, με τελικό επίτευγμα να μυσταγωγείται η δημιουργία σε μια τελετουργική άνοδο, να έλκεται ή να απωθείται, με γνώμονα το ωραίο. Και δεν μπορεί ν’αποκρύψει κανείς πως, η όλη μυσταγωγία αυτή περικλείει και μια βαθύτερη ουσία και διέπει βαθύτερα τη δημιουργία, υπεισερχόμενη ριζικά στον νόμο της επιλογής του είδους και της φυσικής διαλογής, ρυθμίζοντας ακόμα πιο ουσιαστικά τη βούληση της ζωής. Επικοινωνεί με το ορμέμφυτο, μιλά με την ανώτερη διανόηση, δέχεται την έλλογη σκέψη και εξαρτώμενο απ’την ικμάδα της βούλησης, παρουσιάζει την όλη μυστικιστική του υπόσταση στην έκσταση και στην αφαίρεσή του.
    Έτσι, η κύρια προσφορά του ωραίου είναι η μυσταγωγία της τελείωσης που δεν μπορεί να επιτευχθεί, παρά μόνο με το προηγούμενο πέρασμα από μια υπαρξιακή ζωή, όπως ακριβώς η τραγωδία μπόρεσε να πετύχει την τέλεια διδαχή της «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των παθημάτων κάθαρσιν». Μέχρι σήμερα δεν κατορθώθηκε κανένας άλλος ανώτερος τρόπος διδαχής απ’αυτόν, και ο άνθρωπος σαν μονάδα δεν μπόρεσε να εξωτερικεύσει καμιά του σκέψη και κανένα συναίσθημα, παρά μόνο με την απόλυτη συγκέντρωση κι αφαίρεση και με το πέρασμα από σωρεία παραφυσικές καταστάσεις της ύλης και της ψυχής του δέχτηκε και πρόσφερε έμπνευση.
    Αυτή όμως η μυσταγωγία διαφέρει από κάθε άλλη, είναι ξεχωριστή και μοναχική. Και τούτο γιατί, ενώ κάθε άλλη δημιουργείται με βουλητική συμμετοχή, προγραμματισμό και κοινωνική καθοδήγηση συνήθως, η μυσταγωγία του ωραίου προσφέρεται αποκαλυπτικά, σ’όλα τα σκαλιά θέσης, ενώ η παίδεψη και η εσώτερη καλλιέργεια προσφέρουν μόνο ποσοτικά σε αυτή. Ακόμα, αυτή η μυσταγωγία του ωραίου κλείνει, πέρα απ’την αποκάλυψη του εσώτερου δεσμού των όντων και την υποσυνείδητη ανέλιξή τους, και μια καθαρτική δράση, μια κάθαρση του ίδιου μας Εγώ, που ενώ περισσότερο βρίσκεται στην ολοκλήρωση μιας δημιουργίας και κύρια στο ίδιο το Είναι του δημιουργού, δεν παύει να υπάρχει και στη γενικότερη επαφή του ανθρώπου με το ωραίο, αφού και μόνο αυτή η ανάταση και η αφαίρεση, που αναφέρθηκε ότι δημιουργείται στην επαφή του, μπορεί να χαρίζει την κάθαρση κάθε αγχωτικής κατάστασης και ασχήμιας· ο Γκαίτε, βεβαιώνει πως ο “Βέρθερος” γράφτηκε απ’την ανάγκη και με αποτέλεσμα να λυτρωθεί απ’το έμμονο πάθος του για αυτοκτονία.
    Κάτω από μια τέτοια μυσταγωγία επικοινωνούμε με το ωραίο “ου μαθείν τι”, που έλεγε ο Αριστοτέλης, “αλλά παθείν και διατεθήναι”. Το “παθείν” λοιπόν και το “διατεθήναι” κλείνονται στη βάση της σύνδεσής μας με το ωραίο. Αλλά για να πάσχω μου γίνεται ιδιαίτερη συνειδητή η ύπαρξη. Και σαν συνέπεια, στο “παθείν” περιλαμβάνεται το “υπαρξιακώς υπάρχειν”, και με το ιδιαίτερο αυτό “υπαρξιακώς υπάρχειν” του ωραίου “διατεθήναι” για την αποκάλυψη του αγαθού που δεν κατακτάται μόνο με τη διαλεκτική, αλλά κυρίως αποκαλύπτεται στην αγαθή πλασμένη και για να το δεχθεί προορισμένη δυνατή βούληση.
    Μέσα απ’αυτή την ξεχωριστή αισθαντική ένταση με αληθινό υπαρξιακό περιεχόμενο, προβάλλει μια εκστατική ανάταση προς την πνευματική ουσία του ατόμου, και κάτω απ’αυτή την υποσυνείδητη επικοινωνία με το αφηρημένο μας Είναι, δέχεται ο άνθρωπος την τοποθέτησή του στην τροχιά της μυσταγωγικής πορείας του ωραίου για ό,τι πιο ανώτερο…
    Το ωραίο, λοιπόν, είναι εκείνο που κλείνει στη ζωή το σπέρμα της εσώτερής μας ισορροπίας, και μας οδηγεί ώς μέσα στην καρδιά των πραγμάτων, στην ίδια μας την ουσία…
© Μανώλης Μεσσήνης